- ομβρώδης
- ὀμβρώδης, -ῶδες (Α) [όμβρος]βροχερός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀμβρώδη — ὀμβρώδης rainy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀμβρώδης rainy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀμβρώδης rainy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρώδεσι — ὀμβρώδης rainy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀμβρώδεσιν — ὀμβρώδης rainy masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου … Dictionary of Greek